- χτενοπώλης
- οο πωλητής χτενιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χτενοπώλης — ο, Ν βλ. κτενοπώλης … Dictionary of Greek
κτενοπώλης — και χτενοπώλης, ο (Α κτενοπώλης) ο πωλητής χτενιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek